αταλάντευτος

αταλάντευτος
αταλάντευτοςωτος, η , ο [ος , ον ]
1) не колеблющийся; не шатающийся; устойчивый; 2) решительный; непоколебимый, стойкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αταλάντευτος" в других словарях:

  • αταλάντευτος — αταλάντευτος, η, ο και αταλάντωτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ταλαντεύεται, σταθερός, άσειστος (κυριολ. και μτφ.): Στις απόψεις μου εκείνες μένω πάντα αταλάντευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αταλάντευτος — η, ο (Μ ἀταλάντευτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν ταλαντεύεται, ο σταθερός 2. όποιος δεν αμφιταλαντεύεται, δεν αλλάζει τις αποφάσεις του ή τις αρχές του μσν. αυτός που δεν επιδέχεται ζύγισμα, ο υπερβολικός …   Dictionary of Greek

  • ντούρος — α, ο 1. σκληρός, γερός 2. ευθύγραμμος, ίσιος, αυτός που δεν λυγίζει εύκολα, αλύγιστος, άκαμπτος 3. (για πρόσ.) α) ευθυτενής, στητός («ντούρα κορμοστασιά», Βάρναλης) β) μτφ. ανυποχώρητος, αταλάντευτος στις αρχές ή στις αποφάσεις του 4. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»